αποσυρτός

αποσυρτός
-ή, -ό
1. αυτός που αποσπάται από κάτι
2. ο απομονωμένος
3. το θηλ. ως ουσ. η αποσυρτή
λουρίδα δέρματος με λίπος από τη ράχη σφαγμένου χοίρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”